«Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου», Τζότζεφ Κόνραντ

Το Προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προάγγελος της Καρδιάς του σκότους, αυτού του διαχρονικού, πολυδιαβασμένου, και διασκευασμένου, με τεράστια επιτυχία, για την κινηματογραφική οθόνη, έργου του Τζότζεφ Κόνραντ, χωρίς μολαταύτα να υπολείπεται σε λογοτεχνική ποιότητα. Είναι αξιοσημείωτο πώς ο Κόνραντ, όπως και ο προγενέστερος ογκόλιθος της αμερικανικής λογοτεχνίας Χέρμαν Μέλβιλ, κατορθώνει, ορμώμενος από τα βιώματα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, χρησιμοποιώντας πάντα το ίδιο περιβάλλον και το ίδιο σκηνικό, να συνθέτει τόσο σπουδαία έργα χωρίς να εισπράττεις την εντύπωση ότι επαναλαμβάνεται.

Joseph Conrad

Joseph Conrad

Ο πρώην γραφειοκράτης Κάιερτς και ο πρώην στρατιωτικός Καρλιέ εργάζονται, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, σε μια εταιρεία που εμπορεύεται ελεφαντόδοντο. Τοποθετούνται σ’ έναν σταθμό, σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό στα βάθη της Αφρικής, όπου διεξάγουν τις συναλλαγές με τις ντόπιες φυλές μέσω του νέγρου Μακόλα, ενώ ευάριθμοι ιθαγενείς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Η προγραμματισμένη επαναδιέλευση του ατμόπλοιου είναι μετά από έξι μήνες. Σε αυτό το διάστημα ριζικές αλλαγές θα επέλθουν στην ψυχολογία των δύο υπαλλήλων, αλλαγές που δεν εκπορεύονται από συνταρακτικά γεγονότα, αλλά από την επίδραση της μαύρης ηπείρου και την απότομη μετάβαση από τις δυτικότροπες κοινωνίες στην αφρικανική απομόνωση των αχανών δασών όπου κυριαρχεί το σκοτάδι και δονούνται τα σατανικά πνεύματα υπό τον ήχο των τυμπάνων.
Θέματα που επανέρχονται στον Κόνραντ είναι η επαφή με την πρωτόγονη φύση: «Ωστόσο η επαφή με την αμιγή, αδυσώπητη αγριότητα, με την πρωτόγονη φύση και τον πρωτόγονο άνθρωπο, ενοχλεί ακαριαία και βαθιά την καρδιά. Στην αίσθηση ότι είναι κανείς μόνος του, στη σαφή αντίληψη της μοναξιάς των σκέψεών του, των συναισθημάτων του, στην άρνηση του συνηθισμένου, που είναι ασφαλές, προστίθεται η κατάφαση του ασυνήθιστου, που είναι επικίνδυνο», και η δομή των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών: «Η κοινωνία, όχι από τρυφερότητα, αλλά λόγω των παράξενων αναγκών της, είχε αναλάβει να φροντίσει αυτούς τους δύο άνδρες, απαγορεύοντάς τους κάθε ανεξάρτητη σκέψη, κάθε πρωτοβουλία, κάθε φυγή από τη ρουτίνα∙ τα απαγόρευε επί ποινή θανάτου. Μπορούσαν να ζήσουν μονάχα υπό την προϋπόθεση πως ήταν μηχανές. Και τώρα, απαλλαγμένοι από τη φροντίδα των ανθρώπων με τις γραφίδες στα αυτιά ή με το χρυσό σιρίτι στα μανίκια, έμοιαζαν με εκείνους τους ισοβίτες που, αφότου ελευθερώνονται ύστερα από πολλά χρόνια, δεν ξέρουν τι να κάνουν την ελευθερία τους. Δεν ήξεραν πώς να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους, καθώς αμφότεροι, επειδή τους έλειπε η πείρα, ήταν ανίκανοι για ανεξάρτητη σκέψη».
Στο επίκεντρο παραμένει πάντα η ανθρωποκτόνος αποικιοκρατία της Δύσης και οι ευδιάκριτες αντιθέσεις ανάμεσα στους ρυθμούς του εκπολιτισμένου κόσμου και των πρωτόγονων πληθυσμών της Αφρικής. Το έργο του Κόνραντ διατρέχει ένα αναπάντητο ερώτημα: Η κατάκτηση της ευτυχίας συνοδοιπορεί με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη συνέργεια των επιστημονικών επιτευγμάτων ή, αντιθέτως, συνάδει με την επιστροφή σε πρωταρχικές μορφές κοινωνιών; (ερώτημα που επιχείρησε να απαντήσει και ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό, συγγράφοντας το Walden, έπειτα από δύο χρόνια απομόνωσης στη φύση). Παράλληλα, καταδεικνύει πόσο η ουσιαστική επαφή με αυτούς τους, τόσο μακρινούς και όμως τόσο κοντινούς κόσμους, οδηγεί τον δυτικό άνθρωπο σε ψυχική αυτοχειρία καθώς αναλογίζεται τις ευθύνες του.
«Ζούσαν σαν τυφλοί μέσα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο και αντιλαμβάνονταν μόνο ό,τι ερχόταν σε επαφή μαζί τους (κι αυτό ατελώς), αλλά δεν μπορούσαν να δουν τη γενική όψη των πραγμάτων. Το ποτάμι, το δάσος, όλη η μεγάλη χώρα που έσφυζε από ζωή, ήταν σαν ένα μεγάλο κενό. Ακόμη και το υπέροχο ηλιόφως φανέρωνε πράγματα που εκείνοι δεν τα καταλάβαιναν. Τα πράγματα εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια τους με ασύνδετο και άσκοπο τρόπο. Το ποτάμι έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά και να πηγαίνει στο πουθενά».

Ο Γιώργος Λαμπράκος έχει αποδώσει με ευλαβική πιστότητα το ύφος του Κόνραντ και, πέραν αυτού, παραθέτει ένα εύστοχο και διαφωτιστικό επίμετρο.
(Εκδόσεις Οκτώ. Μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος)

Σχολιάστε